- ἐμπολητός
- ἐμπολ-ητός, ή, όν,A bought, οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ the son of Sisy phus bought by or palmed off upon L., S.Ph.417.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εμπολητός — ἐμπολητός, ή, όν (Α) αυτός που αγοράστηκε, αγορασμένος, αγοραστός … Dictionary of Greek
οὑμπολητός — ἐμπολητός , ἐμπολητός bought masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)